- περισπόρια
- τὰ, Α [περισπείρω]τα προάστια («δοῡναι ἡμῑν πόλεις κατοικεῑν καί τὰ περισπόρια τοῑς κτήνεσιν ἡμῶν», ΠΔ).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περισπόρια — suburbs neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)